- ζωοθηρια
- ζῳοθηρίαζῳο-θηρίαἥ охота на зверей, звероловство Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζωοθηρία — ζωοθηρία, ἡ (Α) το κυνήγι που γίνεται με σκοπό τη σύλληψη ζωντανών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + θηρία (< θηρος < θηρ), πρβλ. ανθρωπο θηρία, φιλο θηρία] … Dictionary of Greek
ζῳοθηρίας — ζῳοθηρίᾱς , ζῳοθηρία fem acc pl ζῳοθηρίᾱς , ζῳοθηρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοθηρικός — ζῳοθηρικός, ή, όν (Α) [ζωοθηρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοθηρία, ο κατάλληλος για τη ζωοθηρία 2. το θηλ. ως ουσ. η ζῳοθηρική (ενν. τέχνη) η ζωοθηρία … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek